Ἡ πορεία πρὸς τὴν Ἰνδία καὶ ἡ ἐπιστροφή

Στὰ 327 ὁ Ἀλέξανδρος ἔκλεινε δυὸ χρόνια συνεχοῦς πολέμου καὶ μὲ πίστη γιὰ τὴν ἐπιτυχία βάδιζε πρὸς τὴ γῆ τοῦ Ἰνδοῦ ποταμοῦ καὶ τῶν παραποτάμων του (σημερινὸ Πακιστάν καὶ Κασμίρ). Ἄν κατακτοῦσε καὶ τὴν Ἰνδία, θὰ εἶχε καταλάβει ὁλόκληρη τὴν Ἀσία. Ἀπέναντί του εἶχε πολὺ καλοὺς πολεμιστές, οἱ ὁποῖοι ὡστόσο δὲν ἦταν ἑνωμένοι καὶ εἶχαν μεγάλες ἔριδες μεταξύ τους, ποὺ ἔφταναν μέχρι καὶ σὲ πολεμικὲς συγκρούσεις. Ὁ Ἀλέξανδρος, εἴτε μὲ πόλεμο εἴτε μὲ διαπραγματεύσεις, ὑπέταξε τοὺς Ἀσπάσιους, τοὺς Γουρέτιους, τοὺς Ἀσσακηνούς.

Ἡ γεφύρωση τοῦ Ἰνδοῦ ποταμοῦ ἔπαιξε σημαντικό ρόλο στὴν ἐκστρατεία. Τὴν ἄνοιξη τοῦ 326 ὁ Ἀλέξανδρος πέρασε πρῶτος στὴν Ἰνδία, ἀκολουθούμενος ἀπὸ 75.000 ἄνδρες.

Στὰ Τάξιλα ὁ Ἀλέξανδρος δέχτηκε δῶρα ὑποταγῆς ἀπὸ τοὺς τοπικοὺς ἡγέτες μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ἀπὸ τὸν Ἀβισάρη (τοῦ σημερινοῦ Κασμίρ). Ἡ συνέχεια ἦταν πρὸς τὸν Ὑδάσπη, ὅπου ὁ βασιλιὰς Πῶρος δὲν εἶχε δηλώσει ὑποταγή. Ὁ Ἀλέξανδρος τὸν νίκησε μετὰ ἀπὸ μιὰ μάχη, ὅπου ἡ ὀξυδέρκεια τοῦ βασιλιᾶ ἐπικράτησε καὶ πάλι. Θυσίασε στὸν θεὸ Ἥλιο, πού τοῦ ἐπέτρεψε τὴν κατάκτηση τῆς χώρας, τόσο κοντὰ στὴν ἀνατολή του. Στὴ Συνέλευση τῶν Μακεδόνων εἶπε ὅτι ὁ ἰνδικὸς πλοῦτος ἦταν δικός τους καὶ ὅτι θὰ συνέχιζαν ἕως τὴν Ἀνατολὴ καὶ τὸν Ὠκεανό.

Ὁ στρατὸς ξεκουράστηκε γιὰ ἕνα μήνα καὶ ὁ Ἀλέξανδρος ἵδρυσε δυὸ νέες πόλεις, τὴ Νίκαια καὶ τὴ Βουκεφάλεια, πρὸς τιμὴν τοῦ ἀλόγου του, τοῦ Βουκεφάλα, ποὺ εἶχε πεθάνει γερασμένο μετὰ τὴ μάχη.

Ὁ Ἀλέξανδρος εἶχε μπροστά του δύο ἐπιλογές. Ἡ μία νὰ προχωρήσει νότια ἀκολουθώντας τὸν Ἰνδὸ πρὸς τὸν Ὠκεανό, καὶ ἡ ἄλλη νὰ συνεχίσει ἀνατολικά. Στὴν ἀρχὴ διάβηκε τὸν ποταμὸ Ἀκεσίνη, τὸν ποταμὸ Ὑδραώτη καὶ μετὰ τὸν ποταμὸ Ὑφάση, ὅπου πίστευε ὅτι θὰ ἔβρισκε τὸ τέλος τῆς Ἀσίας καὶ τὸν Ὠκεανό. Ὡστόσο στὰ Σάγκαλα (σημερινὴ Λαχώρη) πληροφορήθηκε ὅτι ὁ Ὠκεανὸς δὲν βρισκόταν ἐκεῖ, ἀλλὰ πέρα στὴν Ἀνατολή, μετὰ τὴν κοιλάδα τοῦ Γάγγη ποταμοῦ.

Ὁ Ἀλέξανδρος συγκάλεσε συνέλευση τῶν Μακεδόνων ἀξιωματικῶν, ζητώντας τους νὰ τὸν ἀκολουθήσουν καὶ νὰ στηρίξουν τὴν ἀπόφασή του νὰ φτάσουν στὸν Ὠκεανὸ μετὰ τὴν κοιλάδα τοῦ Γάγγη. Ἐκ μέρους τῶν ἀξιωματικῶν μίλησε ὁ Κοῖνος, ὁ ὁποῖος ἐξέφρασε τὴ θέληση τοῦ στρατοῦ νὰ ἐπιστρέψει. Ὁ θυμὸς τοῦ Ἀλέξανδρου ἐναντίον τῶν συμπολεμιστῶν, γιά τούς ὁποίους ἔνιωθε ὅτι δέν συμμερίζονταν τά σχέδιά του, δὲν ἄλλαξε τὴ στάση τῶν Μακεδόνων. Μετὰ ἀπὸ τρεῖς μέρες στὴ σκηνή του, ἀφοῦ ἔμεινε μόνος του, ἀποφάσισε νὰ ἀναγγείλει τὴν ἐπιστροφὴ στὴν πατρίδα. Στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Ὑφάση χώρισε τὸ στράτευμα, ἔχτισε δώδεκα βωμοὺς κατὰ τὸ πρότυπο τῶν προγόνων του, καὶ ἰδιαίτερα τοῦ Ἡρακλῆ, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀπαθανατίσει τὰ κατορθώματά του στὴ Δύση μὲ τὶς Ἡράκλειες στῆλες.

Ὁ Ἀλέξανδρος κατὰ τὴν ἐπιστροφή του ρύθμισε καὶ τὰ ζητήματα τῶν περιοχῶν ποὺ εἶχε κατακτήσει. Μετὰ τὴ νίκη στὸν Ὑδάσπη ὅρισε κυβερνῆτες σὲ μιὰ περιοχὴ μὲ 2.000 πόλεις καὶ πληθυσμὸ πάνω ἀπὸ δέκα ἑκατομμύρια, ποὺ ἔφταναν μέχρι τοὺς πρόποδες τῶν Ἰμαλαΐων. Μέσῳ τῶν ποταμῶν Ὑδάσπη, Ἀκεσίνη καὶ Ἰνδοῦ ὁ Ἀλέξανδρος ἀκολούθησε πορεία ἐπιστροφῆς, χρησιμοποιώντας τὸ ναυτικό. Ὁ στόλος ξεκίνησε τὸν Νοέμβριο τοῦ 326 μὲ μεγάλους ἀθλητικοὺς καὶ καλλιτεχνικοὺς ἀγῶνες, καὶ ὁ Ἀλέξανδρος εὐχαρίστησε τοὺς ποτάμιους καὶ θαλασσινοὺς θεούς, τὸν Ποσειδώνα, τὴν Ἀμφιτρίτη, τὶς Νηρηΐδες καὶ τὸν Ὠκεανό.

Στὴν ἀριστερὴ ὄχθη τοῦ Ὑδάσπη βρισκόταν ὁ Ἡφαιστίωνας καὶ στὴ δεξιὰ ὁ Κρατερός, ἐνῷ ὁ Ἀλέξανδρος ἐπικεφαλῆς τοῦ στόλου ξεκίνησε τὴν πλεύση. Οἱ μεγάλοι πολεμικοὶ λαοὶ στὴ συμβολὴ τοῦ Ὑδάσπη μὲ τὸν Ἀκεσίνη, οἱ Μαλλοὶ καὶ οἱ Ὀξυδράκες ἐπιτέθηκαν στὸν Ἀλέξανδρο, ὁ ὁποῖος ἐπικράτησε παρὰ τὶς ἀπώλειες σὲ ζωὲς καὶ πλοῖα. Ὁ ἴδιος ὁ Ἀλέξανδρος τραυματίστηκε πολὺ σοβαρά, τόσο ποὺ οἱ περισσότεροι πίστεψαν ὅτι εἶχε πεθάνει. Ὅταν ὅμως ἐμφανίστηκε μπροστὰ στὸν στρατὸ ὅλοι ζητωκραύγασαν. Ἐκεῖ ἵδρυσε μιὰ νέα πόλη, τὴν Ἀλεξάνδρεια, στὴν Ὀπϊηνή, μὲ ναυπηγεῖα, προβλέποντας τὴ σημασία τῶν πλωτῶν ποταμῶν στὴν ἀνάπτυξη τοῦ ἐμπορίου ἀλλὰ καὶ στὴ στρατηγική.

Στὴ συνέχεια ἔφτασε στὰ Πάτταλα, ποὺ βρίσκονται στὸ δέλτα τοῦ Ἰνδοῦ ποταμοῦ, ἀντιμετωπίζοντας ταυτόχρονα ἐξεγέρσεις καὶ στάσεις ὑποτελῶν βασιλέων πίσω του καὶ μπροστά του. Ἐκεῖ δημιούργησε ἕνα μεγάλο λιμάνι, μιὰ ναυτική βάση, ναυπηγεῖα καὶ ἄλλες ναυτικὲς καὶ λιμενικὲς ἐγκαταστάσεις, ἐνῷ ἡ πλεύση στὴν ἀνοιχτὴ θάλασσα θεωρήθηκε ὅτι ἦταν τὸ τέλος τοῦ ταξιδιοῦ του καὶ ἡ ἄφιξη στὸν Ὠκεανό.

Ὁ Ἀλέξανδρος εἶχε κατακτήσει τὴν Ἰνδία νότια τοῦ Ὑδάσπη μέσα σὲ ἑπτά μῆνες. Ἡ ἱκανότητα τοῦ βασιλιᾶ καὶ τοῦ στρατεύματός του ἦταν ὁ καλύτερος προπομπὸς γιὰ τὶς νίκες του στὸ πεδίο τῆς μάχης, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀπόφασης γιὰ πολυάριθμους λαοὺς νὰ ζητήσουν τὸν οἶκτο του καὶ νὰ δηλώσουν ὑποταγή. Παράλληλα ὁ ναύαρχος Νέαρχος στάλθηκε μὲ τὸ ἕνα μέρος τοῦ στόλου πρὸς τὸν Περσικό κόλπο, ἕως τὴν ἐκβολὴ τῶν ποταμῶν Τίγρη καὶ Εὐφράτη.

Ὁ Ἀλέξανδρος ξεκίνησε τὸν Αὔγουστο τοῦ 325 μὲ στρατό 20.000 ἀνδρῶν, φτάνοντας στὴ Γεδρωσία τὸν Ὀκτώβριο. Ἀφοῦ πέρασαν δύσκολες στιγμὲς ἀπὸ τὴν ἔλλειψη νεροῦ, οἱ Μακεδόνες μπῆκαν στὰ Ποῦρα, τὴν πρωτεύουσα τῆς Γεδρωσίας καὶ μετὰ στὴν Καρμανία, ὅπου ἑνώθηκαν μὲ τὸν στρατό τοῦ Κρατεροῦ. Σὲ λίγο πληροφορήθηκε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Νέαρχο τὴν ἀσφαλῆ πορεία καὶ τοῦ στόλου, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ σημείωσε τὰ λιμάνια, τοὺς κατοίκους, τὶς πηγὲς τοῦ νεροῦ, εἶχε φτάσει στὴν Ἀρμολία, στὴν εἴσοδο τῶν στενῶν τοῦ Ὀρμούζ.

Ὁ στόλος μὲ 150 πλοῖα ὑπὸ τὸν Νέαρχο καὶ τὴν καθοδήγηση τοῦ Ἀλέξανδρου, ὁ ὁποῖος ἔβλεπε στοὺς θαλάσσιους δρόμους τὸ μέλλον τοῦ ἐμπορίου καὶ τῆς οἰκονομικῆς ἀνάπτυξης, ἔκανε τρεῖς ἐξερευνήσεις, φτάνοντας στὴν Μακετία (χερσόνησο τοῦ Ὀμάν) καὶ στὴν Ὑεμένη. Ἄλλωστε ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τῆς ἐκστρατείας, τὸν στρατὸ καὶ τὸν στόλο συνόδευαν ἐπιστήμονες ποὺ ἀποτελοῦσαν μιὰ ὁμάδα ὑποστήριξης τοῦ μεγάλου ἐγχειρήματος τοῦ Μακεδόνα βασιλιᾶ. Οἱ σημειώσεις, ποὺ κρατοῦσαν οἱ μηχανικοί, οἱ μαθηματικοί, οἱ ἀστρονόμοι καὶ οἱ ἄλλοι ἐπιστήμονες, γίνονταν ἐργαλεῖα τόσο γιὰ τοὺς συναδέλφους τους στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο, ὅσο καὶ γιὰ τὶς τοπικὲς κοινωνίες. Πολλὲς ἀπὸ αὐτὲς τὶς παρατηρήσεις ἐπιβεβαίωναν καὶ τὰ λεγόμενα τοῦ μεγάλου δασκάλου τοῦ Ἀλέξανδρου, τοῦ Ἀριστοτέλη, ποὺ συνέχιζε νὰ στηρίζει μὲ διάφορους τρόπους τὸν ἰδιαίτερο μαθητή του.

Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Ἀλέξανδρου, ὁ Νέαρχος δημοσίευσε μιὰ περιγραφὴ περιπετειῶν του, τῆς ὁποίας ὁ Ἀρριανὸς διέσωσε μιὰ περίληψη. Μετὰ ἀπὸ 20 ὁλόκληρους αἰῶνες, τὸ 1774 μ.Χ., τρία ἀγγλικὰ ἱστιοφόρα θὰ ξεκινοῦσαν ἀπὸ τὴ Βομβάη τῆς Ἰνδίας καὶ μὲ μόνο βοήθημα τὰ περισωθέντα ἀποσπάσματα τοῦ ἡμερολογίου τοῦ Νέαρχου, θὰ κατάφερναν τὴν ἀναγνώριση τῆς ἀκτῆς τοῦ Ἰνδοῦ καὶ τοῦ Περσικοῦ κόλπου, διαπιστώνοντας τὴν ἐκπληκτικὴ ἀκρίβεια τῶν ἑλληνικῶν πληροφοριῶν, ποὺ εἶχαν συλλεχτεῖ 2.100 χρόνια νωρίτερα.

Ὁ Ἀλέξανδρος προχώρησε πρὸς τὰ Σοῦσα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὴ Βαβυλώνα. Ἔχτισε μιὰ νέα πόλη στὸ σημερινὸ Κουβέϊτ, ἐγκαθιστώντας Ἕλληνες μισθοφόρους, ἐνῷ σκόπευε νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸν κυρίως στρατό, ξεκινώντας εἰσβολὴ στὴν Ἀραβία. Οἱ ἐνέργειές του εἶχαν αὐτόν τὸν στόχο προκειμένου νὰ ἀναπτύξει τὴν κυριαρχία του στὴν περιοχή μεταξὺ τοῦ Περσικοῦ κόλπου καὶ τῆς Κασπίας, κάνοντας ὡς βάση τοῦ στόλου του τὴ Βαβυλώνα.

Οἱ φρουρὲς ὑπῆρχαν τόσο στὶς παλιὲς ὅσο καὶ στὶς νέες πόλεις -περισσότερες ἀπὸ ἑβδομήντα- καὶ οἱ νέοι καὶ τὰ παιδιά ἐκπαιδεύονταν μὲ βάση τὴν κλασικὴ ἑλληνικὴ παιδεία, ἐνῷ στὸν στρατιωτικὸ τομέα μὲ τὴν τεχνικὴ τοῦ μακεδονικοῦ στρατοῦ.

Ἡ οἰκονομικὴ ἀνάπτυξη ἦταν ἕνας ἀκόμη πυλώνας τῆς κυριαρχίας τοῦ Μακεδόνα βασιλιᾶ. Τὸ ἑνιαῖο νόμισμα, ἕνα χρυσὸ καὶ ἕνα ἀσημένιο, ἦταν ἀποδεκτὸ σ᾿ ὁλόκληρη τὴν αὐτοκρατορία, ἀλλὰ καὶ ἐκτὸς αὐτῆς. Ἡ σχέση χρυσοῦ καὶ ἀργύρου ἦταν σταθεροποιημένη καὶ στὴν αὐτοκρατορία υἱοθετήθηκε ἡ νέα οἰκονομία, ἀντικαθιστώντας τὴν ἀνταλλακτική – ἐμπράγματη.

Ὁ Ἀλέξανδρος εἰσήγαγε τὸ ἑλληνικὸ ἀντιπροσωπευτικό σύστημα καὶ σεβάστηκε τὴ θρησκεία, τὰ ἤθη καὶ τοὺς νόμους τῶν Περσῶν καὶ τῶν ἄλλων λαῶν. Ἦταν μιὰ πρόταση ἁρμονικῆς συμβίωσης πολυάριθμων, πολύγλωσσων καὶ μὲ πολλὲς ἰδιαιτερότητες λαῶν, πρόταση ποὺ ὑλοποιήθηκε μὲ πρότυπο τὸν ἑλληνικὸ τρόπο βίου καὶ τὸν ἑλληνικὸ πολιτισμό.

Στὰ Σοῦσα τὸ 324 εἶδε τοὺς 30.000 νέους ἀπὸ διάφορες περιοχὲς τῆς αὐτοκρατορίας, τῶν ὁποίων ἡ ἐκπαίδευση εἶχε ἀρχίσει τὸ 329. Ἦταν οἱ ἐπίγονοι, οἱ διάδοχοι, ποὺ θὰ συνέχιζαν τὸ ἐπίλεκτο μέρος τοῦ στρατεύματος καὶ θὰ ὑλοποιοῦσαν τὴν ἐκστρατεία στὴν Ἀραβία. Γράφει ὁ Πλούταρχος: «Ἐπέλεξε 30.000 παῖδες καὶ ἔδωσε ἐντολὲς νὰ μάθουν ἑλληνικὰ καὶ νὰ ἀσκηθοῦν στὴ μακεδονικὴ στρατιωτικὴ τάξη, καὶ ὅρισε πολλοὺς ἐπιμελητές».

Ἡ ἀντιπαράθεση ποὺ ὑπῆρχε ἀνάμεσα στοὺς παλιοὺς συμπολεμιστές του καὶ τοὺς νέους ἀπὸ τὴν Ἀσία ἐκφράστηκε μὲ τὴν ἀντίθεση τῶν Μακεδόνων στὴ νέα κατάσταση.

Ἡ ἀγανάκτησή τους πρὸς τὸν βασιλιὰ ἐκδηλώθηκε μὲ ἀντιπειθαρχικὸ κίνημα, ὅταν ὁ Ἀλέξανδρος ἀποφάσισε στὴν Ὤπη, ποὺ ἦταν χτισμένη στὸν Τίγρη ποταμό, τὴν ἀπόλυση ὅλων ὅσοι λόγῳ ἡλικίας ἢ σωματικῆς ἀναπηρίας δὲν ἦταν πιὰ ἱκανοὶ νὰ ὑπηρετοῦν στὸν στρατό. Ἡ ἀπόφαση αὐτὴ τοῦ Ἀλέξανδρου, ποὺ θεωρήθηκε περιφρονητικὴ πρὸς τοὺς παλαίμαχους συντρόφους του, ἦταν μιὰ ἐπὶ πλέον ἀφορμὴ νὰ ἐκδηλωθεῖ ἡ ὀργὴ τῶν Μακεδόνων, ποὺ νόμιζαν ὅτι εἶχαν προδοθεῖ ἀπὸ τὸν βασιλιά τους. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ξεσηκώθηκαν ὅλοι οἱ Μακεδόνες καὶ ἀξίωσαν νὰ τοὺς ἀπαλλάξει ὅλους ἀπὸ τὸ στράτευμα. Στὸ ἀντιπειθαρχικὸ αὐτὸ κίνημα ὁ Ἀλέξανδρος δὲν ἔδειξε τὴ συνηθισμένη του ἐπιείκεια πρὸς τοὺς Μακεδόνες, ἀντίθετα, διέταξε νὰ θανατωθοῦν οἱ πρωταίτιοι. Στὴ συνέχεια μὲ μακρὸ λόγο, τὸν ὁποῖο διέσωσε ὁ Ἀρριανός, θύμισε στοὺς Μακεδόνες ὅλα ὅσα χρώσταγαν σ᾿ αὐτὸν καὶ τὸν πατέρα του, ποὺ τοὺς ἔκαναν ἀπὸ «πλάνητας καὶ ἄπορους ἐν διφθέραις τοὺς πολλοὺς νέμοντας ἀνὰ τὰ ὄρη πρόβατα ὀλίγα, οἰκήτορας πόλεων καὶ ἀξιομάχους εἰς τοὺς γείτονας βαρβάρους, ἤδη δὲ κυρίους τοῦ πλούτου τῶν Λυδῶν, τῶν θησαυρῶν τῶν Περσῶν καὶ τῶν ἀγαθῶν τῶν Ἰνδῶν». Καταλήγοντας, σύμφωνα μὲ τὸν Ἀρριανό, ποὺ διέσωσε τὰ λεγόμενα τοῦ Ἀλέξανδρου στὸ βιβλίο του «Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις», εἶπε τὰ ἑξῆς: «… τοὺς ἀπόμαχους ἀπὸ σᾶς ἤθελα νὰ στείλω ζηλευτοὺς στὴν πατρίδα, ἀλλὰ ἀφοῦ θέλετε νὰ φύγετε, φύγετε ὅλοι καὶ πεῖτε στὴν πατρίδα ὅτι τὸν βασιλιά, ποὺ σᾶς ὁδήγησε νικητὲς μέσα ἀπὸ χῶρες, ὅπου ἔφθανε ἡ περσικὴ ἀρχὴ ὡς τὸν Ἰνδὸ ποταμό, καὶ περιπλεύσατε μαζί του τὴ μεγάλη θάλασσα ὡς τὸν Περσικὸ κόλπο, τὸν ἀφήσατε στὰ Σοῦσα καὶ φύγατε … ».

Ὅμως ὁ Ἀλέξανδρος δὲν ἀποτελοῦσε ἕναν συνηθισμένο βασιλιά. Ὁ Ἀλέξανδρος μίλησε στοὺς παλιοὺς συμπολεμιστές του γιὰ τὴν πορεία τους στὴν ἱστορία, ἀπὸ τὴ Μακεδονία στὴν αὐτοκρατορία ποὺ ἐκτεινόταν τόσο μακριά, γιὰ τὰ τραύματά του ποὺ ἦταν τὰ ἴδια μὲ τὰ δικά τους, γιὰ τὴν ταπεινότητα στὴν ὁποία ζοῦσε, γιὰ τὴ δόξα πού τοὺς χάρισε. «Εἶστε ὅλοι ἄνθρωποί μου», φώναξε, γιὰ νὰ τὸν ἀκούσουν ὅλοι.

Οἱ Μακεδόνες λύγισαν, ζητώντας νὰ ἀσπαστοῦν τὸν βασιλιά τους, τὸν δικό τους ἄνθρωπο, ὅπως ἀναφέρει ὁ Ἀρριανός. Τὰ δάκρυά του ἦταν ἀληθινὰ γιὰ τοὺς Μακεδόνες. Ὀργάνωσε ἕνα συμπόσιο, τῆς συμφιλίωσης ὅπως ὀνομάστηκε, ὅπου δίπλα του κάθησαν οἱ Μακεδόνες καὶ μετὰ οἱ Πέρσες καὶ οἱ ἐκπρόσωποι ἀπὸ ὅλους τοὺς λαοὺς τοῦ βασιλείου. Πάνω ἀπὸ 9.000 ἄνθρωποι τραγούδησαν τὸ τραγούδι τῆς νίκης.

Μετὰ τὸ συμπόσιο, τὸ καλοκαίρι τοῦ 324, ὁ Ἀλέξανδρος πρότεινε στοὺς Μακεδόνες, ὅσοι ἀπ᾿ αὐτοὺς ἤθελαν, νὰ ἐπιστρέψουν στὴν πατρίδα. Σχεδόν 10.000 δέχτηκαν νὰ γυρίσουν καὶ ὁ ἀποχωρισμὸς εἶχε ὅλο τὸ συναισθηματισμὸ ποὺ συνδέεται μὲ τέτοιες στιγμὲς στὸν ἀνθρώπινο βίο. Πόσο μᾶλλον ὅταν ὁ συναισθηματισμὸς συνυπάρχει μὲ χρονικὰ διαστήματα ποὺ ὁ ἄνθρωπος ζεῖ μοναδικὰ καὶ ἀνεπανάληπτα. Ἡ ἐκστρατεία καὶ ἡ νίκη τῶν Ἑλλήνων, ὅπως αὐτὴ μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Ἀλέξανδρο, δὲν εἶχε ξαναγίνει ποτέ.

Λίγο ἀργότερα, τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 324, ὁ Ἀλέξανδρος θὰ ἀντιμετωπίσει μιὰ ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες δοκιμασίες στὴ σύντομη ζωή του. Ὁ θάνατος τοῦ καλύτερου φίλου του, τοῦ Ἡφαιστίωνα, δὲν μπορεῖ νὰ γίνει δεκτός, ἀκόμη καὶ ἐὰν εἶναι κάποιος βασιλιάς, ἀκόμη καὶ ἐὰν εἶναι Ἀλέξανδρος. Ὁ πόνος ἀπὸ τὴ βίαιη καὶ ὁριστικὴ διακοπὴ τῆς φιλίας καὶ τῆς παρουσίας ἑνὸς ἀκόμη δικοῦ του ἀνθρώπου ἦταν βαρύς.