Ἡ θρησκευτικὴ πίστη καὶ τὰ βαθιὰ ἀνθρώπινα αἰσθήματα

Ὁ Ἀλέξανδρος μεγάλωσε σὲ μιὰ ἀτμόσφαιρα ποὺ τοῦ ἐνέπνεε πίστη στοὺς θεούς, μὲ καθημερινὲς θυσίες δίπλα στὸν πατέρα του, μὲ συμμετοχὴ σὲ θρησκευτικὲς τελετὲς στὸν Ὄλυμπο, καὶ βεβαίως ἀνάμεσα στὸν θρησκευόμενο λαὸ τῆς Μακεδονίας. Ἡ μητέρα του τὸν ἐπηρέασε βαθύτατα σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ στὴν πίστη καὶ τοῦ μετέδωσε τὴν ἔντονη θρησκευτικότητα. Ἀπὸ τότε ποὺ ἀντιλήφτηκε τὸ θεῖο, ἦταν ἕτοιμος νὰ ἀποδεχτεῖ τὴ δύναμη τῶν θεῶν ἀπὸ πολλὲς θρησκεῖες καὶ λατρεῖες σὲ πολλὰ μέρη, ὅποιο κι ἂν ἦταν τὸ ὄνομά τους.

Ὁ Ἀλέξανδρος ἦταν ἕνας πιστὸς ἄνθρωπος, ποὺ ἀναγνώριζε τὴ δύναμη τοῦ θείου καὶ τὸν σεβασμὸ ποὺ πρέπει νὰ τοῦ δείχνει ὁ ἄνθρωπος. Σὲ κάθε ἀπόφαση ποὺ λάμβανε στὴν εἰρήνη καὶ στὸν πόλεμο πρῶτα σκεφτόταν καὶ μετὰ προσευχόταν. Ἡ πίστη στὶς δυνάμεις καὶ στὶς γνώσεις του συνδυαζόταν μὲ τὴν ἔντονη θρησκευτική του πίστη. Ἤδη ἀπὸ μικρὴ ἡλικία ὁ Ἀλέξανδρος πίστευε ὅτι θὰ καταφέρει περισσότερα ἀπὸ τὸν πατέρα του.

Ἡ πίστη τοῦ Ἀλέξανδρου ἦταν βαθιά, ἀφοῦ γνώριζε καὶ σεβόταν τὸ θεῖο, πίστευε ὅτι ὁ ἄνθρωπος προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἔπρεπε νὰ πλησιάσει τὸ θεῖο. Εὐχαριστοῦσε καὶ τιμοῦσε γιὰ τὰ ἐπιτεύγματα τὸ θεῖο, τὸ ἀνώτερό του, καὶ σὲ συνδυασμὸ μὲ τὰ βαθιὰ συναισθήματά του καὶ τὴν ἀγάπη ποὺ ἐξέπεμπε δημιούργησε ἕναν ὁλοκληρωμένο ἄνθρωπο.

Ὁ Ἀλέξανδρος τελοῦσε καθημερινὰ θυσίες. Ἀκόμη κι ὅταν ἦταν ἄρρωστος, τόσο γιὰ τὸν ἑαυτό του ὅσο καὶ γιὰ τοὺς Μακεδόνες. Τελοῦσε θυσίες ἀκόμη καὶ γιὰ τὸ πιὸ ἀσήμαντο γεγονός. Τὸ ἑλληνικὸ πάνθεο ἔγινε ἡ νέα θρησκεία καὶ σὲ πολλὲς περιπτώσεις, ἡ ἑλληνικὴ θρησκεία λειτούργησε ὡς πρόδρομος τοῦ χριστιανισμοῦ, ἐνῷ ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα ὡς δίοδος. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος μιλοῦσε καὶ ἔγραφε στὰ ἑλληνικά, γνωρίζοντας ὅτι οἱ κάτοικοι τῶν περιοχῶν στοὺς ὁποίους ἀναφέρεται εἶχαν τέλεια γνώση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καὶ τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμικοῦ προτύπου, τοῦ θείου καὶ τοῦ ἀνθρώπινου.

Ὁ ναὸς τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου στὴν Μπαχαρίγια τῆς Αἰγύπτου, χτίστηκε κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ζωῆς τοῦ Ἀλεξάνδρου.

Ἡ ἀγάπη καὶ τὰ αἰσθήματα τοῦ Ἀλέξανδρου ἐκφράστηκαν σὲ διάφορες φάσεις τῆς ζωῆς του καὶ τῆς ἐκστρατείας του. Στὴ μητέρα του, στοὺς συμπολεμιστές του, στὸν ἀγαπημένο φίλο του Ἡφαιστίωνα, στὴ μητέρα καὶ στὴ σύζυγο τοῦ Δαρείου, στὴ Ρωξάνη ὁ Ἀλέξανδρος χάρισε ἀνεπανάληπτες καὶ μοναδικὲς στιγμές. Οἱ γάμοι τὸ 324 στὰ Σοῦσα μεταξὺ 80 Περσῶν καὶ Βακτρίων εὐγενῶν γυναικῶν μὲ ἐπιφανεῖς Μακεδόνες ἔμειναν στὴν ἱστορία γιὰ μιὰ σειρὰ ἀπὸ λόγους ποὺ δὲν συνδέονται μόνο μὲ τὴ διπλωματία. Θὰ πρέπει νὰ σημειωθεῖ ὅτι οἱ γάμοι στὴν ἀρχαιότητα γίνονταν μόνο ἀνάμεσα σὲ πολίτες τῆς ἴδιας περιοχῆς καὶ φυλῆς, γιὰ νὰ διατηροῦνται τὰ γνωρίσματα τῆς κάθε φυλῆς.

Ὅταν ὁ βασιλιὰς Πῶρος τοῦ εἶπε: «Νὰ μοῦ φερθεῖς βασιλικά, Ἀλέξανδρε», αὐτὸς τοῦ ἄφησε τὸ βασίλειό του, ὡς ὑποτελῆ βασιλιᾶ, καὶ τοῦ πρόσθεσε νέες χῶρες. Τὰ αἰσθήματα τοῦ Ἀλέξανδρου πρὸς τὴ μητέρα του καὶ εἰδικότερα πρὸς τὸν φίλο του Ἡφαιστίωνα ἦταν μοναδικὰ καὶ ἔμειναν στὴν ἱστορία. Ἀκόμη καὶ σὲ δύσκολες στιγμές, ὅπως ὅταν σκότωσε τὸν φίλο του τὸν Κλεῖτο καὶ ἔδωσε διαταγὴ νὰ σκοτώσουν ἄλλους ἐπίσης φίλους του, ἡ μετάνοιά του ὑπῆρξε εἰλικρινής. Ἀγαποῦσε μὲ πάθος τοὺς συμπολεμιστές του, οἱ ὁποῖοι μὲ τὴ σειρά τους, τὸν ἀγαποῦσαν μὲ πάθος μέχρι τὴν τελευταία του στιγμή.