Ὁ Ἀλέξανδρος μὲ φήμη ποὺ προηγεῖτο πλέον τῶν στρατευμάτων του προχώρησε πρὸς τὴν Ἄραδο, τὴ Βύβλο καὶ τὴ Σιδώνα, ἐνῷ ἡ Τύρος, ἡ μεγαλύτερη ναυτικὴ δύναμη στὴ Φοινίκη, ἦταν ὁ τελικός του στόχος. Ἀποτέλεσμα τῆς κυριαρχίας του στὴν πόλη θὰ σήμαινε τὸ τέλος τῆς περσικῆς θαλασσοκρατορίας στὴν ἀνατολικὴ Μεσόγειο καὶ ἡ ἀπόκρουση ὁποιασδήποτε μελλοντικῆς κίνησης τῶν Περσῶν πρὸς τὸν ἑλλαδικὸ χῶρο.
Ἡ πολιορκία τῆς Τύρου ἄρχισε τὸν Ἰανουάριο τοῦ 332 καὶ τελείωσε ἕξι μῆνες ἀργότερα. Ὁ Ἀλέξανδρος μὲ τὴ βοήθεια τῶν Φοινίκων καὶ τῶν Κυπρίων, ποὺ εἶχαν ὑποφέρει ἀπὸ τὴν κυριαρχία τῆς Τύρου, καὶ μὲ ἐμπιστοσύνη στὸ ὄνειρό του στὸ ὁποῖο εἶχε δεῖ τὸν Ἡρακλῆ νὰ τὸν ὁδηγεῖ στὴν Τύρο, ἐπικράτησε ἀρχικὰ στὴ θάλασσα καὶ μετέπειτα στὴν ξηρά. Ἡ εἰσβολὴ στὴν πόλη ἔγινε μετὰ ἀπὸ ἕνα μεγάλο χρονικὸ διάστημα πολιορκίας. Οἱ Μακεδόνες, ἐξοργισμένοι ἀπὸ τὴν πολύμηνη πολιορκία καὶ τὴ δολοφονία τῶν Μακεδόνων αἰχμαλώτων ἀπὸ τοὺς Τύριους, σκότωναν μὲ ὀργή. Ἦταν μιὰ τιμωρία καὶ ἕνα μήνυμα καὶ πρὸς ἄλλες πόλεις ποὺ τυχὸν θὰ συμπεριφέρονταν μὲ τὸν ἴδιο τρόπο στὸν Ἀλέξανδρο καὶ τὸν στρατό του.
Βεβαίως, ὁ ἀπώτερος στόχος τοῦ Ἀλέξανδρου ἦταν τὸ εὔκολο πέρασμα πρὸς τὴν Αἴγυπτο. Ἡ πορεία του ὅμως πρὸς τὴν Αἴγυπτο ἐμποδιζόταν ἀπὸ τὴ Γάζα, τὴν ὀχυρωμένη πόλη, ἡ ὁποία σύμφωνα μὲ τοὺς μηχανικοὺς τοῦ Ἀλέξανδρου θὰ καταλαμβανόταν μόνο μὲ ἔφοδο. Ὡστόσο ὁ Ἀλέξανδρος ἔδειξε γιὰ ἀκόμη μιὰ φορὰ τὴ στρατιωτική του ἰδιοφυΐα. Μιὰ ἰδιοφυΐα ποὺ ἔδωσε πολλὲς φορὲς τὴ λύση σὲ ἀνυπέρβλητα ἐμπόδια καὶ σὲ ἀμυντικὰ συστήματα ποὺ φαιίνονταν ἀρχικὰ ἐξαιρετικὰ ἀπίθανο νὰ ὑπερπηδηθοῦν.
Ὁ Ἀλέξανδρος, προκειμένου νὰ καταλάβει τὴ Γάζα, ἔδωσε διαταγὴ νὰ κατασκευαστεῖ ἕνα ἀνάχωμα ἴσο μὲ τὸ ὕψος τῆς πόλης (80 μ.) καὶ πρόσταξε ἔφοδο. Σ᾿ αὐτὴν ὁ Ἀλέξανδρος τραυματίστηκε σοβαρά, χάνοντας ἀρκετὸ αἷμα, ἐνῷ θεραπεύτηκε μετὰ ἀπὸ μεγάλο χρονικὸ διάστημα. Ἦταν ἀκόμη μιὰ νίκη τοῦ Μακεδόνα βασιλιᾶ, αὐτὴν τὴ φορὰ σὲ συμβολικὸ ἐπίπεδο, στὸ ἠθικὸ τῶν στρατιωτῶν του, ἀφοῦ ὁ ἴδιος μποροῦσε νὰ ξεπερνᾶ κάθε τραῦμα.
Ὁ Ἀλέξανδρος ἀφοῦ κατέλαβε τὴ Γάζα, ἔσπευσε ν’ ἀνέβει στὰ Ἱεροσόλυμα. Μόλις τὸ ἔμαθε αὐτὸ ὁ ἀρχιερέας Ἰώδδας, τὸν κυρίευσε ἀγωνία καὶ φόβος, γιατί δὲν ἤξερε πῶς νὰ ὑποδεχτεῖ τοὺς Μακεδόνες, ἀφοῦ ἦταν βέβαιο πὼς ὁ βασιλιὰς ἦταν ἐξοργισμένος μὲ τὴν προηγούμενη ἀρνητικὴ ἀπάντηση τῶν Ἰουδαίων στὶς προτάσεις του. Κάλεσε λοιπὸν τὸν λαὸ νὰ ἀναπέμψει ἱκεσίες καί, προσφέροντας μαζί τους θυσία στὸν Θεό, Τὸν παρακαλοῦσε νὰ προστατέψει τὸ ἔθνος Του καὶ νὰ τὸ σώσει ἀπὸ τὸν ἐπερχόμενο κίνδυνο. Μὰ ὅταν, μετὰ τὴ θυσία, ἔπεσε νὰ κοιμηθεῖ, ἐμφανίστηκε στὸν ὕπνο του ὁ Θεὸς καὶ τοῦ μίλησε προφητικά, παραγγέλνοντάς του νὰ ἔχει θάρρος· νὰ στολίσουν, εἶπε, τὴν πόλη, νὰ ἀνοίξουν τὶς πύλες καὶ νὰ προϋπαντήσουν τὸν Ἀλέξανδρο φορώντας λευκὰ ροῦχα οἱ λαϊκοί, ἐνῷ ὁ ἴδιος μὲ τοὺς ἱερεῖς τὶς παραδοσιακές τους ἐνδυμασίες, καὶ νὰ μὴ φοβοῦνται πὼς θὰ πάθουν κάποιο κακό, γιατί ὁ Θεὸς τοὺς προστατεύει. Μόλις ξύπνησε, λοιπόν, ἒνιωσε μεγάλη χαρά, φανέρωσε σὲ ὅλους αὐτὰ ποὺ τοῦ προφήτεψε ὁ Θεὸς καί, ἀφοῦ ἔκανε ὅλα ὅσα τοῦ εἶπε στὸν ὕπνο του Ἐκεῖνος, περίμενε τὴν ἄφιξη τοῦ βασιλιᾶ.
Ὅταν ὁ ἀρχιερέας ἔμαθε πὼς ὁ Ἀλέξανδρος πλησιάζει στὴν πόλη, βγῆκε μαζὶ μὲ τοὺς ἱερεῖς καὶ ὅλο τὸ πλῆθος τῶν πολιτῶν γιὰ νὰ τὸν προϋπαντήσει μὲ θρησκευτικὴ μεγαλοπρέπεια, ποὺ δὲν ἒμοιαζε μὲ τὴν ὑποδοχὴ τῶν ὑπόλοιπων ἐθνῶν, στὸ μέρος ποὺ λέγεται Σαφεὶν. Τὸ ὄνομα αὐτὸ στὰ ἑλληνικὰ μεταφράζεται Σκοπός, δηλαδὴ παρατηρητήριο, γιατί ἀπὸ ἐκεῖ φαίνονταν τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ὁ ναός.
Οἱ Φοίνικες ἀπὸ τὴ μεριά τους, καὶ οἱ Χαλδαῖοι ποὺ τοὺς ἀκολουθοῦσαν, λογάριαζαν πὼς ὁ βασιλιάς, μέσα στὴν ὀργή του, θὰ τοὺς ἐπέτρεπε νὰ λεηλατήσουν τὴν πόλη καὶ νὰ σκοτώσουν μὲ ἀτιμωτικὸ θάνατο τὸν ἀρχιερέα. Ὅμως συνέβη τὸ ἐντελῶς ἀντίθετο. Μόλις ὁ Ἀλέξανδρος εἶδε ἀπὸ μακριὰ τὸ πλῆθος μὲ τὰ λευκὰ ροῦχα, καὶ μπροστά τους ἱερεῖς μὲ τὰ λινά, καὶ τὸν ἀρχιερέα νὰ βαδίζει ντυμένος μὲ τὰ βαθυπόρφυρα καὶ χρυσά του ἄμφια φορώντας στὸ κεφάλι του τὸ ἱερὸ μαντίλι μὲ τὴ χρυσὴ πλάκα ποὺ γράφει τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, προχώρησε μόνος του, προσκύνησε τὸ Ὄνομα καὶ φίλησε πρῶτος τὸν ἀρχιερέα. Τότε πιὰ οἱ Ἰοιδαῖοι χαιρέτησαν ὅλοι μὲ μία φωνὴ τὸν Ἀλέξανδρο καὶ τὸν περικύκλωσαν, ἐνῷ οἱ ἡγεμόνες τῆς Συρίας καὶ ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι εἶχαν μείνει ἔκπληκτοι μὲ τὴ συμπεριφορὰ τοῦ βασιλιᾶ καὶ ὑπέθεταν πὼς τοῦ ἔχει σαλέψει τὸ μυαλό. Μόνο ὁ Παρμενίων τὸν πλησίασε καὶ τὸν ρώτησε γιὰ ποιὸ λόγο αὐτός, ποὺ ὅλοι τὸν προσκυνοῦν, προσκυνάει τὸν ἀρχιερέα τῶν Ἰουδαίων.
«Δὲν προσκύνησα τὸν ἴδιο», τοῦ ἀπάντησε ὁ Ἀλέξανδρος, «ἀλλὰ τὸν Θεὸ τοῦ ὁποίου ἔχει τὴν τιμὴ νὰ εἶναι ἀρχιερέας. Γιατί μία νύχτα, στὸ Δίον τῆς Μακεδονίας, τὸν εἶδα στὸν ὕπνο μου ὅπως εἶναι ντυμένος τώρα, κι ἐνῷ σκεπτόμουν μὲ ποιὸ τρόπο θὰ ὑποτάξω τὴν Ἀσία, ἐκεῖνος μοῦ εἶπε νὰ μὴ χρονοτριβῶ, ἀλλὰ νὰ περάσω ἀπέναντι μὲ θάρρος, γιατί ὁ ἴδιος θὰ ὁδηγήσει τὸν στρατό μου καὶ θὰ μοῦ παραδώσει τὸ κράτος τῶν Περσῶν. Ἐπειδὴ λοιπὸν δὲν ἔχω ὡς τώρα δεῖ κανέναν μὲ τέτοια ἐνδυμασία καὶ τώρα, μόλις τὸν εἶδα, θυμήθηκα τὸ ὅραμα ἐκεῖνο ποὺ ἐμφανίστηκε στὸν ὕπνο μου καὶ μὲ προέτρεψε νὰ ξεκινήσω, πιστεύω πὼς ἀνέλαβα αὐτὴ τὴν ἐκστρατεία μὲ θεία καθοδήγηση, καὶ ἑπομένως θὰ νικήσω τὸν Δαρεῖο, θὰ καταλύσω τὸ κράτος του καὶ θὰ πετύχω ὅλα ὅσα ἔχω κατὰ νοῦ».
Αὐτὰ εἶπε στὸν Παρμενίωνα, κι ἀφοῦ ἔδωσε τὸ δεξί του χέρι στὸν ἀρχιερέα, ἔφτασαν στὴν πόλη, μὲ τοὺς Ἰουδαίους νὰ τρέχουν στὸ πλάι τους. Ἐκεῖ ὁ Ἀλέξανδρος ἀνέβηκε στὸν ναό, πρόσφερε θυσία στὸν Θεὸ σύμφωνα μὲ τὶς ὁδηγίες τοῦ ἀρχιερέα καὶ ἔδειξε τὸν ἀπαιτούμενο σεβασμὸ στὸν ἴδιο καὶ στοὺς ἱερεῖς. Ὅταν τοῦ ἔδειξαν τὸ βιβλίο τοῦ Δανίηλου, ὅπου ἀναφέρει πὼς ἕνας Ἕλληνας θὰ καταλύσει τὸ κράτος τῶν Περσῶν, συμπέρανε πὼς πρόκειται γιὰ τὸν ἴδιο. Ἔτσι, γεμάτος χαρά, διέλυσε τὸ πλῆθος, ἐνῷ τὴν ἄλλη μέρα τοὺς συγκέντρωσε ὅλους καὶ τοὺς κάλεσε νὰ τοῦ ζητήσουν ὅποια χάρη θέλουν. Τότε ὁ ἀρχιερέας τοῦ ζήτησε νὰ τοὺς ἀφήσει νὰ τηροῦν τοὺς πατροπαράδοτους νόμους τους καὶ κάθε ἕβδομο ἔτος νὰ μὴν πληρώνουν φόρους, κι ἐκεῖνος συμφώνησε. Στὴ συνέχεια, τὸν παρακάλεσαν νὰ ἐπιτρέψει καὶ στοὺς Ἰουδαίους τῆς Βαβυλώνας καὶ τῆς Μηδίας νὰ τηροῦν τοὺς νόμους τους, κι αὐτὸς τοὺς ὑποσχέθηκε πὼς θὰ τὸ κάνει μὲ χαρά. Κατόπιν ἀπευθύνθηκε στὸ πλῆθος λέγοντας πὼς ἂν κάποιοι θέλουν νὰ συμμετάσχουν στὴν ἐκστρατεία του, τηρώντας τὶς πάτριες συνήθειές τους καὶ ζώντας σύμφωνα μὲ αὐτές, εἶναι ἕτοιμος νὰ τοὺς πάρει μαζί του· καὶ πράγματι πολλοὶ προθυμοποιήθηκαν νὰ καταταγοῦν στὸν στρατό του.
Tὸν Δεκέμβριο τοῦ 332 τὰ στρατεύματα ἀπὸ ξηρὰ καὶ θάλασσα προσέγγιζαν τὴν Αἴγυπτο. Ὁ στόλος εἰσέβαλε στὸ Πηλούσιο (Πὸρτ Σάϊντ) καὶ οἱ ἱερεῖς καὶ ὁ λαὸς τῆς Αἰγύπτου ἔκαναν δεκτὸ τὸν στρατό τοῦ Ἀλέξανδρου χωρὶς ἀντίσταση. Ὁ στόλος προχώρησε σὲ μιὰ βάση στὸν Νεῖλο, στὴ μετέπειτα Ἀλεξάνδρεια, ἐνῷ ὁ Πέρσης διοικητὴς παραδόθηκε στὴ Μέμφιδα. Ὁ Ἀλέξανδρος εἶχε δημιουργήσει σὲ λιγότερο ἀπὸ δυὸ χρόνια, κάτι ποὺ φαινόταν ἀκατόρθωτο, ἕνα βασίλειο ποὺ ἐκτεινόταν ἀπὸ τὸν Εὔξεινο Πόντο μέχρι τὶς αἰγυπτιακὲς ἀκτές.
Οἱ Αἰγύπτιοι δέχτηκαν μὲ μεγάλες τιμὲς τὸν Ἀλέξανδρο, ὁ ὁποῖος ἐπισκέφτηκε τὸν ναὸ τοῦ Ἄμμωνα Δία στὴν ὄαση Σίβα, ὅπου οἱ θεοὶ εὐνόησαν τὸ ταξίδι στέλνοντας βροχὴ καὶ δύο κοράκια νὰ τοὺς καθοδηγήσουν, ὅταν ἔχαναν τὸν δρόμο στὴν ἔρημο. Ὁ Ἀλέξανδρος ἀκολούθησε τὸν Περσέα καὶ τὸν Ἡρακλῆ, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἐπισκεφτεῖ τὸν βωμό. Γιὰ τὸν Ἀλέξανδρο ὁ Ἄμμων Ζεὺς ἦταν ἕνας Ἕλληνας θεός, μὲ ναὸ στὴν Ἄφυτο τῆς Χαλκιδικῆς καὶ λατρεία στὴ Δωδώνη. Γιὰ τοὺς Αἰγύπτιους ὁ Ἀλέξανδρος ἦταν ὁ γιὸς τοῦ Ρᾶ, βασιλιὰς τῆς Ἄνω καὶ τῆς Κάτω Αἰγύπτου, ἀγαπημένος τοῦ Ἄμμωνα καὶ ἐκλογὴ τοῦ Ρᾶ. Ἦταν «τέκνο τοῦ Δία», ἦταν ἕνας Φαραώ, ἕνας θεός.
Ἐνῷ ὁ Ἀλέξανδρος βρισκόταν ἀκόμη στὴν Αἴγυπτο, ἔφτασε ἐκεῖ ὁ Ἡγέλοχος, ὁ ὁποῖος τοῦ ἀνήγγειλε ὅτι τὰ νησιὰ τοῦ Αἰγαίου, ποὺ βρίσκονταν ἀκόμη ὑπὸ τὸν περσικὸ ζυγό, ὅπως ἡ Τένεδος, ἡ Χίος, ἡ Λέσβος καὶ ἡ Κῶς, ἀποστάτησαν. Σὲ ὅλες τὶς πόλεις τὴν ἐξουσία ἀνέλαβαν οἱ δημοκρατικοί, ποὺ συνέλαβαν τοὺς τυράννους καὶ τοὺς ἀπέστειλαν στὸν Ἀλέξανδρο. Μόνο στὴν Πελοπόννησο ἐξακολουθοῦσαν νὰ ὑποβόσκουν ἐπαναστατικὲς διαθέσεις κατὰ τῆς μακεδονικῆς κυριαρχίας. Μὲ τὴν κατάκτηση καὶ τῆς Αἰγύπτου ὅλα τὰ περσικὰ παράλια, ἀπὸ τὰ στενὰ τοῦ Ἑλλησπόντου μέχρι τὴν Αἴγυπτο, βρίσκονταν στὰ χέρια τοῦ Ἀλέξανδρου. Ὁ ἰσχυρὸς περσικὸς στόλος εἶχε ἐξαφανιστεῖ. Μέρος ἐπίσης τῶν ποντιακῶν παραλίων εἶχε πάψει νὰ ἀποτελεῖ τμῆμα τοῦ περσικοῦ κράτους.
Ἡ πορεία πρὸς τὴν ὄαση Σίβα, ὅπου ὑπῆρχε μαντεῖο τοῦ Ἄμμωνα, τὸ περίφημο Ἀμμώνειον, ἦταν μιὰ προσωπική θρησκευτική, πολιτικὴ καὶ στρατιωτικὴ πρόκληση γιὰ τὸν Ἕλληνα ἡγέτη.
Ἡ πορεία τοῦ Ἀλέξανδρου στὴ συγκεκριμένη ὄαση, στὴν ὁποία ἡ παράδοση θέλει νὰ δώσει ἰδιαίτερη αἴγλη καὶ νὰ τὴν ἀποδώσει σὲ θεία ἔμπνευση, δὲν ἔχει βέβαια στρατιωτικὴ σημασία. Γιὰ τοὺς Μακεδόνες ὅμως, οἱ ὁποῖοι γιὰ πρώτη φορὰ διήνυσαν ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια ὡς ἐκεῖ πάνω ἀπὸ 600 χλμ. μέσα ἀπὸ περιοχὴ ποὺ στὸ μεγαλύτερο μέρος της ἦταν ἔρημος, ἀποτελεῖ σημαντικὸ κατόρθωμα. Ἡ ἐπιχείρηση αὐτὴ θὰ πρέπει νὰ ἀποδοθεῖ μᾶλλον στὸν ρομαντισμὸ τοῦ νεαροῦ βασιλιᾶ καὶ στὴ μυστικοπαθῆ φύση του: πρὶν ἀποδυθεῖ στὴν καταδίωξη τοῦ Μεγάλου Βασιλέως στὸ ἐσωτερικὸ τῆς Ἀσίας, ὁ Ἀλέξανδρος θέλησε νὰ ἐπισκεφτεῖ τὸ ἱερό, τοῦ ὁποίου τὴ συμβουλὴ ζήτησαν παλιότερα σπουδαῖοι στρατηγοί, ὅπως ὁ Κίμων καὶ ὁ Λύσανδρος. Ἡ ἐπίσκεψή του, ὡστόσο, στὸ Ἀμμώνειον προσέλαβε καὶ πολιτικὸ χαρακτῆρα, καθὼς ἐνίσχυσε τὸ κύρος του τόσο ἀνάμεσα στοὺς νέους ὑπηκόους του ὅσο καὶ ἀνάμεσα στοὺς Ἕλληνες. Ὅταν ὁ Ἀλέξανδρος μπῆκε στὸ ἱερό, ὁ ἱερέας τὸν χαιρέτησε ὡς γιὸ τοῦ θεοῦ Ἄμμωνα. Ἡ ὀνομασία, συνηθισμένη γιὰ τοὺς Φαραώ, προξένησε μεγάλη ἐντύπωση στοὺς Ἕλληνες, ποὺ ταύτιζαν τὸν Ἄμμωνα μὲ τὸν Δία.
Ἀπὸ τὴν ὄαση Σίβα ὁ Ἀλέξανδρος ἐπέστρεψε στὴ Μέμφιδα (331 π.Χ.). Ἐκεῖ τὸν συνάντησαν πρεσβεῖες ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα καὶ τὸν περίμεναν νέες στρατιωτικὲς δυνάμεις, ποὺ τοῦ ἔστειλε ὁ Ἀντίπατρος. Στὴ Μέμφιδα ὁ Ἀλέξανδρος ἀσχολήθηκε μὲ τὴν πολιτικὴ ἀναδιοργάνωση τῆς Αἰγύπτου. Ἡ φύση τῆς χώρας ἐπέβαλε τὴν ἐφαρμογὴ ἀποκεντρωτικοῦ συστήματος. Στὸ ἴδιο πολιτικὸ καὶ στρατιωτικὸ σύστημα βασίστηκαν ἀργότερα οἱ Πτολεμαῖοι ἐπίγονοί του γιὰ τὴ διοίκηση τῆς Αἰγύπτου. Ἀπὸ τὴ Μέμφιδα ὁ Ἀλέξανδρος, ἀφοῦ διοργάνωσε μεγάλες γιορτές, ἔφυγε πρὸς τὸν δυτικὸ βραχίονα τοῦ Νείλου, ὅπου ἀποφάσισε νὰ χτίσει μιὰ πόλη ἀνάμεσα στὴ θάλασσα καὶ τὴ Μαρεώτιδα λίμνη. Ἡ νέα πόλη θὰ μποροῦσε, μέσα ἀπὸ μιὰ διώρυγα, νὰ συνδέεται μὲ τὸν Νεῖλο καὶ ἔτσι νὰ διαθέτει δύο λιμάνια. Τὴν 20ὴ Ἰανουαρίου τοῦ 331 ὁ Ἀλέξανδρος χάραξε τὴν περίμετρο τοῦ τείχους, μὲ μῆκος δεκαπέντε χιλιόμετρα, τὸ κέντρο τῆς πόλης καὶ τὶς τοποθεσίες ὅπου θὰ χτίζονταν οἱ ναοὶ τῆς Ἴσιδας καὶ τῶν Ὀλύμπιων θεῶν. Τὸ ἀλεύρι ποὺ χρησιμοποίησε, γιὰ νὰ σχηματίσει τὴ νέα πόλη, τὸ ἔφαγαν σμήνη πουλιῶν. Τὸ σημάδι σήμαινε γιὰ τὸν Ἀλέξανδρο μεγάλο πλοῦτο, ἐνῷ ἡ πόλη ὀνομάστηκε Ἀλεξάνδρεια.
Οἱ πόλεις ἀποτελοῦσαν γιὰ τὸν Ἀλέξανδρο ἴσως τὰ πιὸ σημαντικὰ μέρη τῆς ἐκστρατείας του. Πέρα ἀπὸ τὴν ἐνίσχυση τῶν πόλεων πού προϋπῆρχαν, ἵδρυσε νέες, ὅπως τὶς Αἰγὲς καὶ τὴν Ἀλεξάνδρεια (Αἴγυπτος), τὴν Ἀρέθουσα (Συρία), τὴν Πέλλα (Παλαιστίνη), τὴ Γέρασα (Ἰορδανία), δημιουργώντας ἔτσι ἕνα δίκτυο οἰκισμῶν μὲ τεράστια οἰκονομική, πολιτικὴ καὶ πολιτισμικὴ σημασία. Πέρα ἀπὸ τὸ προφανές, ὅτι οἱ πόλεις θὰ μποροῦσαν νὰ ἀποτελέσουν σταθμοὺς καραβανιῶν καὶ σημαντικὰ κέντρα τοῦ ἐμπορίου, ἡ ἐξέλιξή τους θὰ τὶς σηματοδοτοῦσε ὡς κέντρα ἑλληνικῆς παιδείας καὶ ἐκπαίδευσης καθὼς καὶ χώρους στρατιωτικῆς ἐκπαίδευσης, σύμφωνα μὲ τὰ ἑλληνικὰ – μακεδονικὰ πρότυπα. Ἵδρυσε 70 ἑλληνικές πόλεις, μὲ πληθυσμό 10.000 κατοίκων ἡ κάθε μία.
Ὁ Ἀλέξανδρος ἔμεινε γιὰ τέσσερις μῆνες στὴν Αἴγυπτο, ὅπου μαζὶ μὲ τὸν στρατὸ καὶ τὸν στόλο, ἀφοῦ ξεκουράστηκε, ἀναχώρησε γιὰ τὴ Φοινίκη καὶ τὴ Συρία. Ἐκεῖ ἔμεινε τρεῖς μῆνες, ἀφοῦ εἶχε προγραμματίσει ἐκστρατεία στὴν Αἰθιοπία.