Ἀμέσως ὁ Ἀλέξανδρος, ὡς νέος πλέον βασιλιάς, κατευθύνθηκε νότια, καταστέλλοντας τοὺς ἐξεγερμένους, πού βρῆκαν τὴν εὐκαιρία, μετὰ τὴ δολοφονία τοῦ Φιλίππου καὶ τὸ κενὸ ἐξουσίας καὶ δύναμης ποὺ δημιουργήθηκε, νὰ ἀποκτήσουν ξανὰ τὴν αὐτονομία τους. Στὸ συνέδριο τοῦ «Κοινοῦ» τῶν Ἑλλήνων, στὴν Κόρινθο, φανερώνει τὶς ἱκανότητές του καὶ πείθει ὅλους τοὺς Ἕλληνες γιὰ τὴν ἐκστρατεία ἐναντίον τῶν Περσῶν.
Στὴν Κόρινθο ὁ Ἀλέξανδρος συναντᾶ τὸν φιλόσοφο Διογένη. Μένει ἔκπληκτος ἀπὸ τὴ σοφία καὶ τὴ σεμνότητα τοῦ συνομιλητῆ του, ὅπως καὶ ἀπὸ τὴν ἀέναη ἀναζήτηση τοῦ φωτός, τῆς ἀλήθειας, καὶ ἀναφωνεῖ: «Ἂν δὲν ἤμουν ἤδη βασιλιάς, θὰ ἤθελα νὰ ἤμουν Διογένης». Ἡ συνάντηση μὲ τὸν Διογένη καθὼς καὶ τὰ μηνύματα ποὺ πῆρε ἀπὸ τὴ συνομιλία τους θὰ τὸν συντροφεύουν σὲ ὅλη τὴ ζωή του. Θὰ τοῦ δίνουν δύναμη γιὰ τὶς δύσκολες στιγμὲς ποὺ περνοῦσε σὲ πεδία μαχῶν, σὲ πολιτικὲς ἀντιπαραθέσεις, στὴ δημιουργία τοῦ νέου καὶ τεράστιου βασιλείου. Θὰ ἔχει πάντα ὡς ὁδηγοὺς στὴ ζωή του τὴν ταπεινότητα καὶ τὴ σεμνότητα. Κοιμόταν σὲ ἄχυρα καὶ ἔπινε μὲ τὴ χούφτα του νερό.
Ἄλλωστε, εἶχε παραδειγματιστεῖ ἀπὸ τοὺς δασκάλους του, ὅπως ὁ Ἀριστοτέλης καὶ ὁ Λεωνίδας, συγγενὴς τῆς Ὀλυμπιάδας, ὁ ὁποῖος ἔψαχνε τὰ ἰδιωτικὰ ἀντικείμενα τοῦ μαθητῆ του, μήπως ἡ Ὀλυμπιάδα τοῦ ἔκρυβε ἀπαγορευμένες τροφές, καὶ κάποτε τὸν μάλωσε, ἐπειδὴ ἔριξε ἄφθονο θυμίαμα στὸ βωμό. Ὁ Ἀλέξανδρος τὸν ὑπεραγαποῦσε, γι᾿ αὐτὸ καὶ ὅταν ὁ μαθητὴς ἔγινε κυρίαρχος τοῦ κόσμου, τοῦ ἔστειλε δεκαέξι τόνους θυμίαμα ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο!
Ὁ Ἀλέξανδρος ὅμως στὸ μυαλό του δὲν ἔχει τὸν ἑλλαδικὸ χῶρο. Ἀπὸ τὴ σκέψη του δὲν βγαίνει τὸ σχέδιο τοῦ πατέρα του, ποὺ τώρα ὡς βασιλιὰς πλέον ὁ ἴδιος τὸ ἀντιλαμβάνεται καλύτερα καὶ πιὸ ὁλοκληρωμένα. Ἔτσι ἑτοιμάζεται γιὰ τὴν ἐκστρατεία στὴν Ἀσία. Τὸ 335 ὁ Αλεξάνδρος ξεκίνησε γιὰ τὴ Θράκη γιὰ νὰ καταστείλει τὴν ἐξέγερση τῶν Ἰλλυριῶν καὶ τῶν Τριβαλλῶν. Ἡ ἐπιτυχία του βασιζόταν στὴ στρατιωτικὴ ὑπεροχή. Μὲ τὴν ἐκστρατεία του στὴ Θράκη, ἔλεγξε καὶ τὶς δύο ἀκτὲς τοῦ Ἑλλησπόντου, μιὰ σημαντικὴ περιοχὴ μέχρι σήμερα, γιὰ τὴν πολιτικὴ, τὴν οἰκονομία, τὴν ἀνάπτυξη τῶν ἐμπορικῶν συναλλαγῶν καὶ τοῦ θαλάσσιου ἐμπορίου, τὸν ἐφοδιασμὸ τοῦ στρατοῦ.
Παράλληλα, ὁ στόλος τοῦ Ἀλέξανδρου ἔφτανε ὡς τὸν Δούναβη καὶ κυριαρχοῦσε σὲ ὁλόκληρο τὸν Εὔξεινο Πόντο. Οἱ κατακτημένες πόλεις διατηροῦσαν τὴν αὐτονομία τους, ἐνῷ ὁ Ἀλέξανδρος ἀκολούθησε τὴν πολιτικὴ τοῦ πατέρα του, σεβόμενος τὰ τοπικὰ ἤθη καὶ ἐνισχύοντας ταυτόχρονα τὴν οἰκονομία. Ἦταν ἡ πρώτη συμβολὴ τοῦ Ἀλέξανδρου στὴν ἐλευθερία τῶν πολιτῶν καὶ τῶν πόλεων, στὸν σεβασμὸ τοῦ πολιτισμοῦ, στὴν ἀνάπτυξη τῆς τόσο ἀπαραίτητης οἰκονομίας γιὰ τὴν ἐπιβίωση τόσο τῶν τοπικῶν κοινοτήτων ὅσο καὶ τοῦ συνόλου τοῦ βασιλείου. Στὴ συνέχεια ὁ Ἀλέξανδρος ὁδήγησε τὸν στρατό του στὴ χώρα τῶν Ἀγριάνδων (περιοχὴ σημερινῆς Σόφιας) καὶ στὴν Παιονία (σημερινὰ Σκόπια), ὅπου καὶ ἐπικράτησε.
Τότε ἔφτασε ἡ εἴδηση γιὰ νέα ἐπανάσταση στὴ Θήβα, ὅπου εἶχε διαδοθεῖ ὅτι ὁ Ἀλέξανδρος φονεύτηκε. Ὁ Ἀλέξανδρος ἐπικεφαλῆς 3.000 ἱππέων καὶ 30.000 ὁπλιτῶν κυρίευσε τὴ Θήβα καὶ τιμώρησε τοὺς στασιαστές. Οἱ Θηβαῖοι εἶχαν παραβιάσει ὅλους τοὺς κώδικες τοῦ «Κοινοῦ τῶν Ἑλλήνων», ἐπειδὴ θεωροῦσαν ὅτι ἀποτελεῖ τυραννία, καὶ εἶχαν σκοτώσει τὰ μέλη τῆς μακεδονικῆς φρουρᾶς.
Παρὰ τὴν προσβολὴ ὁ Ἀλέξανδρος ἔδειξε μετριοπάθεια καὶ συγχώρησε ὁρισμένους ἀπὸ τοὺς στασιαστὲς τόσο ἀπὸ ἄλλες πόλεις, ποὺ εἶχαν ξεσηκωθεῖ, ὅσο καὶ ἀπὸ τὴ Θήβα.
Ἔτσι σώθηκαν οἱ ἀπόγονοι τοῦ Πινδάρου, οἱ διπλωματικοὶ φίλοι τοῦ Φιλίππου, τοῦ Ἀλέξανδρου καὶ τῶν Μακεδόνων, οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ ἱέρειες καὶ ἡ Τιμόκλεια. Ἄλλωστε ἐκείνη τὴ στιγμὴ αὐτὸ ποὺ ὑπερίσχυε ἦταν ἡ βούληση γιὰ εἰρήνη μέσα στὴν Ἑλλάδα, ἡ συνέχεια τῆς συμμαχίας τῶν ἑλλαδικῶν πόλεων μὲ τὴ Μακεδονία καὶ ἡ συνδρομή τους στὸν πόλεμο ἐναντίον τῶν Περσῶν.Ἡ ἐπιστροφὴ τοῦ Ἀλέξανδρου στὴ Μακεδονία σήμανε τὴν ἀπαρχὴ τῶν ἑτοιμασιῶν γιὰ τὴν ἐκστρατεία στὴν Ἀσία, ἀλλὰ καὶ εὐκαιρία γιὰ ἑορτές, οἱ ὁποῖες διενεργήθηκαν μὲ ἐπιτυχία καὶ αὔξησαν τὸ κύρος καὶ τὴν αἴγλη τοῦ βασιλείου.