Γράµµα στόν Ἀλέξανδρο, ἐπ’ εὐκαιρίᾳ τοῦ δεύτερου δίσκου µου
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ (Δρόµοι πού δέν περπάτησες)
Εἶναι καιρός πού δέν σοῦ ἔγραψα καί θά΄θελα νά σοῦ ἐξηγήσω τό γιατί σοῦ γράφω πάλι τώρα, δεκατρία χρόνια µετά ἀπό ἐκεῖνο τό πρῶτο, σηµαδιακό, γιά µένα τοὐλάχιστον, γράµµα. Ἕνα γράµµα, πού µοῦ ἔδωσε πολλή δύναµη καί µέ πῆγε σέ δρόµους, πού ἴσως πάντα ἦταν δικοί µου, ἀλλά δέν τό ‘χα καταλάβει ὡς τότε. Χρειάστηκαν ἡ µορφή κι ἡ µυστική, ἀλλά τόσο ἔντονη παρουσία σου, γιά νά καταλάβω καί νά προχωρήσω.
Εἶναι δρόµοι πού περπάτησες κι εἶναι κι ἄλλοι, πού δέν περπάτησες. Αὐτούς τούς δεύτερους θέλω νά σοῦ «χαρίσω», περπατώντας τους γιά λίγο τώρα, µαζί σου. Δρόµοι ἐσωτερικοί, δρόµοι τῆς φαντασίας καί τοῦ παραµυθιοῦ, δρόµοι τῆς Ἀνατολῆς, δρόµοι τῆς Δύσης. Δρόµοι τοῦ µεταξιοῦ, ἀλλά καί τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, δρόµοι τῆς ὑποψίας τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καί δρόµοι τῆς σωτήριας βεβαιότητας. Δρόµοι στοργῆς, δρόµοι ἀγάπης, δρόµοι ἱδρώτα, πόνου καί δρόµοι αἵµατος. Δρόµοι ζωῆς, δρόµοι θανάτου καί δρόµοι ἀναστάσιµοι. Τούς δρόµους αὐτούς µπορεῖ νά µήν τούς βρεῖς ὅλους στήν µουσική µου, ἀλλά εἶναι σίγουρα, γιά πάντα χαραγµένοι στήν ψυχή µου. Γιατί ἡ µουσική εἶναι «τέχνη» καί ἡ τέχνη ἔχει δυστυχῶς καί µαστοριά καί λογική (ἐργαλεῖα ἀνθρώπινα, στά ὁποῖα ἀπό παιδί δίσταζα νά ἐµπιστευτῶ τά πραγµατικά σηµαντικά τῆς ζωῆς µου). Ἡ ψυχή ὅµως εἶναι φύσηµα ἀληθινό, καθαρό καί αἰώνιο. Αὐτήν ἄκου. Καί συγχώρα µε, πού σέ πλησιάζω γιά ἄλλη µιά φορά καί προσπαθῶ νά σέ ἀγγίξω, µόνο µέ τά δικά µου ὅπλα, τή µουσική καί τά λόγια µου.
Ξέρεις, ζῶ σέ µιά ἐποχή, πού τό «ποιητικῇ ἀδείᾶ» τείνει νά ἀντικατασταθεῖ ἀπό τό «ἱστορικῇ ἀδείᾳ» καί κάθε µωρο-νεοέλληνας βλέπει τήν ἱστορία, ὅπως προστάζουν τά πεπαλαιωµένα, καί συνήθως ἰδιοτελῆ, πιστεύω του. Ἔτσι λοιπόν, αἰσθάνοµαι τώρα, περισσότερο ἀπό ποτέ, τήν ἀνάγκη, νά συνεχίσω νά «ἀγκαλιάζω» µέ τή µουσική µου καί ἐσένα, ἀλλά καί ὅ,τι ἄλλο εἶναι πραγµατικά δικό σου καί δικό µας. Ὅ,τι εἶναι, ἦταν καί πάντα θά εἶναι, Ἑλληνικό. Λέω δικό µας, γιατί, δόξα τῷ Θεῷ, εἴµαστε πολλοί πού σκεφτόµαστε ἔτσι καί ἐλπίδα µου εἶναι ὅτι θά γινόµαστε ὅλο καί περισσότεροι. Γιατί ἡ ἀλήθεια τό ‘χει αὐτό. Συγκεντρώνει ἥσυχα καί µυστικά γύρω της «ἀληθινά πρόσωπα», πού περιµένουν τή στιγµή, ἤ τόν ἄνθρωπο, γιά νά φανοῦν. Ἔτσι λοιπόν, καί ἀνοίγοντάς σου καί πάλι γιά λίγο τή ψυχή µου, σέ ἀφήνω, δυστυχῶς στά χέρια ἀνθρώπων, πού δέν σ’ ἀγάπησαν καί δέν σέ κατάλαβαν. Ἀλλά κυρίως σέ ἀφήνω στά πιό ἀσφαλῆ µουσεῖα τῆς γῆς. Τίς καρδιές µας.
Μέ πολλή ἀγάπηΣταµάτης Σπανουδάκης